προαναστέλλων

προαναστέλλων
προαναστέλλων , προαναστέλλω
check beforehand
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προαναστέλλω — ΜΑ αναχαιτίζω, συγκρατώ εκ τών προτέρων («τὰς ταραχὰς προαναστέλλων τῆς ἐκκλησίας», Σάθ.) αρχ. παθ. προαναστέλλομαι (στη χειρουργική) χαράσσομαι, ανοίγομαι για πρώτη φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναστέλλω «αναχαιτίζω, συγκρατώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”